- ισοβασιλευς
- ἰσοβασιλεύςἰσο-βᾰσῐλεύς-έως adj. m равный царю Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισοβασιλεύς — ἰσοβασιλεύς, έως, ὁ, ἡ (Α) ίσος με βασιλέα («ἰσοβασιλέας πάντας ποιεῑς καὶ πολυφιλίας παρασκευάζεις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἰσοβασιλεῖς — ἰσοβασιλεύς equal to a king masc/fem acc pl ἰσοβασιλεύς equal to a king masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοβασίλειος — ἰσοβασίλειος, ον (Μ) ίσοβασιλεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βασίλειος< βασιλεύς] … Dictionary of Greek
ἰσοβασιλέας — ἰσοβασιλέᾱς , ἰσοβασιλεύς equal to a king masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)